- φοροφυγάς
- vergi kaçıran
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φοροφυγάς — άδος, Ν βλ. φοροφυγάδας … Dictionary of Greek
φοροκλέπτης — ο, Ν φοροφυγάς … Dictionary of Greek
φοροφυγάδας — και λόγιος τ. φοροφυγάς, ο, Ν [φοροφυγή] αυτός που αποκρύπτει το μέγεθος τού εισοδήματός του και δεν πληρώνει τους φόρους που τού αναλογούν … Dictionary of Greek